περισπαίροντες

περισπαίροντες
περί-σπαίρω
gasp
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισπαίρω — Α 1. ασπαίρω, σπαράζω, σφαδάζω γύρω από κάτι, σπαρταρώ ολόγυρα («περισπαίροντες αὐτοῑς καὶ ἵπποις», Πλούτ.) 2. αγωνιώ σπασμωδικά, ψυχορραγώ («ψυχὴν περισπαίροντι», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπαίρω «έχω σπασμούς, σφαδάζω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”